κακομελετώ

κακομελετώ
(Μ κακομελετῶ, -άω)
μελετώ ή λέγω ή βάζω στον νου κάποιο κακό, κάποια συμφορά, χρησιμοποιώ δυσοίωνες λέξεις σαν να προοιωνίζομαι μια συμφορά για κάποιον («μη μέ κακομελετάς»)
μσν.
σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακομελετώ — και κακομελετάω κακομελέτησα, βάζω κάτι κακό με το νου μου, λέω κάτι κακό για κάποιον: Με κακομελέτησε κι έπεσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακομελετώ — κακομελετάω / κακομελετώ, κακομελέτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακομελετάω — / κακομελετώ, κακομελέτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”