- κακομελετώ
- (Μ κακομελετῶ, -άω)μελετώ ή λέγω ή βάζω στον νου κάποιο κακό, κάποια συμφορά, χρησιμοποιώ δυσοίωνες λέξεις σαν να προοιωνίζομαι μια συμφορά για κάποιον («μη μέ κακομελετάς»)μσν.σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.